- εύκλωνος
- εὔκλωνος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραίους κλώνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονό-κλωνος, πολύ-κλωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔκλωνον — εὔκλωνος with fine twigs masc/fem acc sg εὔκλωνος with fine twigs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεὔκλωνον — εὔκλωνον , εὔκλωνος with fine twigs masc/fem acc sg εὔκλωνον , εὔκλωνος with fine twigs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek